μάγδωλος

μάγδωλος
μάγδωλος και μαγδώλ, -ῶλος, ὁ (Α)
πύργος, μικρό στρατιωτικό φυλάκιο, οικοδόμημα που χρησίμευε ως φυλάκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικό δάνειο. Ο τ. συνδέεται με εβρ. migdal «πύργος» και με αιγυπτιακό τοπωνύμιο Μαγδωλός και Μαγδώλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μάγδωλος — watch tower masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγδωλος — watch tower masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαγδώλου — Μάγδωλος watch tower masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγδώλου — μάγδωλος watch tower masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαγδώλῳ — Μάγδωλος watch tower masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγδώλῳ — μάγδωλος watch tower masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάγδωλον — Μάγδωλος watch tower masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάγδωλον — μάγδωλος watch tower masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγδωλοφύλαξ — μαγδωλοφύλαξ, ακος, ὁ (Α) πάπ. σκοπός, φρουρός σε στρατιωτικό φυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγδωλος «φυλάκιο» + φύλαξ (πρβλ. δασο φύλαξ, λιμενο φύλαξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”