- μάγδωλος
- μάγδωλος και μαγδώλ, -ῶλος, ὁ (Α)πύργος, μικρό στρατιωτικό φυλάκιο, οικοδόμημα που χρησίμευε ως φυλάκιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικό δάνειο. Ο τ. συνδέεται με εβρ. migdal «πύργος» και με αιγυπτιακό τοπωνύμιο Μαγδωλός και Μαγδώλα].
Dictionary of Greek. 2013.